μασκέ

μασκέ
επίθ. άκλ. (λ. γαλλ.), ο μασκαρεμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπαλ-μασκέ — το άκλ. χορός μεταμφιεσμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bal «χορός» (< λατ. ballo, āre «χορεύω») masque «μασκαρεμένος»] …   Dictionary of Greek

  • μπαλ μασκέ — το άκλ.(λ. γαλλ.), χορός μεταμφιεσμένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”